- σκληροτράχηλος
- -η, -ο / σκληροτράχηλος, -ον, ΝΜΑ1. ισχυρογνώμονας, πείσμονας, ξεροκέφαλοςνεοελλ.μτφ. α) άκαμπτος, ανυποχώρητος («σκληροτράχηλος αντίπαλος»)β) ανθεκτικός στις κακουχίες, σκληραγωγημένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + τράχηλος].
Dictionary of Greek. 2013.